- γοργοτάξιδος
- -η, -ο(για πλοίο) αυτός που ταξιδεύει γρήγορα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γοργοτάξιδος — η, ο αυτός που ταξιδεύει γρήγορα, ο γρήγορος: Γοργοτάξιδο καράβι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωκύπορος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που πορεύεται με ταχύτητα 2. (για πλοίο) ταχύπλοος, γοργοτάξιδος 3. (για ρυάκι ή ποταμό) αυτός που ρέει ορμητικά 4. (για βέλος) αυτός που επιτυγχάνει αμέσως τον στόχο του («ὠκύποροι ὀϊστοὶ Ἔρωτος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek